-
1 ἥσσων
ἥσσων, ον, att. ἥττων, ον, ion. ἕσσων, ον ( compar. zu ἧκα, vgl. den superlat. ἥκιστος), wird als compar. zu κακός gebraucht, geringer, schlechter, bes. schwächer an Kräften, u. dah. unterliegend, nachstehend; αἴϑ' ὅσον ἥσσων εἰμὶ τόσον σέο φέρτερος εἴην Il. 16, 722; ϑρασυστομεῖν γὰρ οὐ πρέπει τοὺς ἥσσονας Aesch. Suppl. 200, vgl. 484; κοὐκ ἂν γυναικῶν ἥσσονες καλοίμεϑ' ἄν Soph. Ant. 676; τῶν αἰσχρῶν 743; τοῠ τῆςδ' ἔρωτος Tr. 489; ἥσσων οὐδενὸς ϑεῶν ἔφυ Eur. Bacch. 776; τοῦ πεπρωμένου Hel. 1676; γιγνώσκω γὰρ ἥττων ὢν πολὺ ὑμῶν Ar. Plut. 944; in Prosa, ῥώμῃ ἕσσονες ἔσαν τῶν Περσέων Her. 8, 113. 9, 111; τῇ ναυμαχίᾳ 5, 86; οὐδενὸς ἥσσων γνῶναι τὰ δέοντα, d. i. so gut wie jeder Andere das Nothwendige erkennen, Thuc. 2, 60; τῶν ἡδονῶν, der Luft unterliegen, Plat. Prot. 353 c; οἴνου u. ä., Xen. Cyr. 8, 8, 12 Mem. 1, 5, 1; τοῦ κέρδους Ar. Plut. 363; οὐδενὸς ἥττων σοφιστής, keinem nachstehend, Plat. Prot. 316 d; oft im Ggstz von κρείττων, τὸν ἥττω λόγον κρείττω ποιεῖν Apol. 18 b, neben χείρων Gorg. 484 c, öfter in Ar. Nubb., die schwächere (schlechtere) Sache zur stärkeren (siegreichen, scheinbar besseren) machen, Unrecht zu Recht machen. – Auch im Ggstz von πλείων, weniger, Zeno bei D. L. 7, 23 u. Sext. Emp. adv. phys. 1, 300, oft. – Adv. ἧσσον, weniger, geringer; οὐδ' ἧσσον ἂν γένοιο δώ μασιν φίλος Aesch. Ch. 697; Ag. 1364; σοὶ μηδὲν ἧσσον ἢ πάρος ξυνηρετμεῖν Soph. Ai. 1308; bei Plat. oft im Ggstz καὶ μᾶλλον καὶ ἧττον, z. B. Prot. 356 a; auch c. gen., πειράσομαι μηδενὸς ἧττον εἰκότα λέγειν Tim. 48 d; Phaedr. 237 b; Arist. Eth. 6, 11 ταῖς δόξαις οὐχ ἧττον τῶν ἀποδείξεων, für ἢ ταῖς ἀποδείξεσιν; οὐχ ἧσσον λῃσταὶ ἦσαν Thuc. 1, 8; – τὸ ἧσσον, Mangel, Verlust.
-
2 πρό-νοια
πρό-νοια, ἡ, ion. προνοίη, das Vorhersehen, Vorherbemerken, Soph. Trach. 820 O. R. 978. – Gew. Vorsicht, Klugheit, Vor- oder Fürsorge; Aesch. Ch. 598; auch im plur., προνοίαισι τοῠ πεπρωμένου, Ag. 669; Soph.; Eur. πολλὴν πρόνοιαν εἶχεν εὐσχήμως πεσεῖν, Hecub. 569, öfter; Ar. u. in Prosa, wie Her. oft, ἐκ προνοίης, mit Vorbedacht, Ueberlegung, mit Absicht, 1, 120. 159. 2, 151. 161. 6, 66, Ggstz κατὰ τύχην, 8, 87; u. so Antipho 6, 19; Lys. 3, 43 u. sonst; πρόνοιαν ἔχειν τινός, Thuc. 2, 89; πρόνοιαν ποιεῖσϑαί τινος, Dem. 21, 97 u. öfter, u. Folgde; auch πρόνοιαν ἐποιησάμην τοῦ μὴ ἐπὶ τὸν πατέρα τούτου εἰςελϑεῖν, ich habe mich gehütet, Dem. 47, 80; Folgde. – Die Ἀϑηνᾶ Πρόνοια, Aesch. 3, 110 ff., neben Apollo, Artemis u. Leto genannt, die Göttinn kluger Bedachtsamkeit, wurde unter diesem Namen in Delphi verehrt, vgl. Paus. 10, 8, 4 und προναία. – Von Plut. an auch die göttliche Vorsehung, vgl. Xen. Mem. 1, 4, 6.
См. также в других словарях:
Ρίβας, Άνχελ ντε Σααβέδρα, δούκας του- — (Angel de Saavedra, duque de Rivas, Κόρδοβα 1791 – Μαδρίτη 1865). Ισπανός συγγραφέας και πολιτικός. Από αριστοκρατική οικογένεια, έλαβε ενεργό μέρος στον πόλεμο της ανεξαρτησίας εναντίον των Γάλλων. Για τις φιλελεύθερες ιδέες του όμως… … Dictionary of Greek
Αισχύλος — I (Ελευσίνα 525 – Γέλα Σικελίας 456 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν πολλές ασφαλείς πληροφορίες. Οι σύγχρονοι του Α. και του Πινδάρου ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για τα έργα παρά για τους συγγραφείς. Και αργότερα, όμως, οι … Dictionary of Greek
εσχατολογία — Το σύνολο των πεποιθήσεων και των δοξασιών για το τέλος του κόσμου και της ανθρωπότητας (ε. = λόγος περί των εσχάτων). Δεν περιέχουν όλες οι θρησκείες εσχατολογικές αντιλήψεις, δηλαδή δεν προσανατολίζονται όλες προς έναν τελικό σκοπό· αντίθετα,… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
Βέρντι, Τζουζέπε — (Giuseppe Verdi, Ρόνκολε, Πάρμα 1813 – Μιλάνο 1901). Ιταλός συνθέτης, από τους κορυφαίους της όπερας. Ακολουθώντας την κλίση του στη μουσική, άρχισε τις πρώτες του μουσικές σπουδές στα οκτώ του χρόνια με ένα παλιό πιάνο και κατόρθωσε, γύρω στα… … Dictionary of Greek
μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο … Dictionary of Greek
αίσα — (Aishah, 614; – Μεδίνα 678 μ.X.). Η τρίτη και πιο αγαπημένη από τις συζύγους του Μωάμεθ. Ο προφήτης την παντρεύτηκε όταν η Α. ήταν σε ηλικία επτά ετών, για να εξασφαλίσει την εύνοια του πατέρα της Αμπού Μπακρ, ισχυρού φύλαρχου. Η Α. ήταν η… … Dictionary of Greek
Γκριλπάρτσερ, Φραντς — (Franz Grillparzer, Βιέννη 1791 – 1872).Αυστριακός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Διακρινόταν από μία προδιάθεση προς την κατήφεια και τη μελαγχολία, που επηρέασε το έργο του. Στο γράψιμό του συνδυάζονται το ισπανικό δράμα σε ύφος μπαρόκ και… … Dictionary of Greek
Κλέε, Πάουλ — (Paul Κlee, Μίνχεμπουχζεε, Βέρνη 1879 – Μουράλτο, Λοκάρνο 1940). Ελβετός ζωγράφος. Συγκαταλέγεται μεταξύ των πρωτοπόρων της μοντέρνας ζωγραφικής. Το έργο του χαρακτηρίζεται από τις λεπτές και ενίοτε ειρωνικές μορφές της ζωγραφικής και των σχεδίων … Dictionary of Greek